φυσούνα

φυσούνα
η, Ν
1. φυσερό
2. κοινή ονομασία διάταξης-καλύμματος στο μέρος άρθρωσης μεγάλου οχήματος, αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα τμήματα, η οποία μοιάζει με μεγάλο φυσερό («λεωφορείο με φυσούνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσούνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουδούν-α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσούνα — η και φυσούνι, το ο φυσητήρας (βλ. λ.), φύσα, φυσερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσητήρας — ο / φυσητήρ, ῆρος, ΝΑ 1. το φυσερό 2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό νεοελλ. 1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου… …   Dictionary of Greek

  • φυσούνι — το, Ν 1. η φυσούνα 2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή τής Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε ούνι (πρβλ. κουδ ούνι)] …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ακορντεόν — το (λ. γαλλ.), φορητό μουσικό όργανο με φυσούνα και πλήκτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσαρμόνικα — η 1. μουσικό όργανο που αποτελείται από φυσητήρα (φυσούνα) και σειρά από μεταλλικά γλωσσάκια, που το καθένα παράγει διαφορετικό ήχο, όταν από αυτό περνάει ρεύμα αέρα που προκαλεί ο φυσητήρας, το φυσαρμόνιο. 2. η αρμόνικα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσητήρας — ο 1. συσκευή που φυσάει αέρα, ασκός ειδικός για φύσημα (βλ. λ.), φυσερό, φυσούνα. 2. σύνεργο για το φύσημα ισχυρού ρεύματος αέρα σε καμίνια μεταλλοτεχνίας, χυτήρια κτλ., φυσερό. 3. το φυσητήριο όργανο της φάλαινας, η τρύπα με την οποία η φάλαινα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”